- νοολογία
- ηη μελέτη τής ανθρώπινης νόησης, παλαιός όρος για τη φιλοσοφία τού νού.[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. γαλλ. noologie < νόος / νοῦς + -λογία*. Η λ. μαρτυρείται από το 1848 στον Ν. Βάμβα].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
νοολογικός — ή, ό αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη νοολογία («νοολογικές μελέτες»). [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. noological (< νοολογία + ικός). Η λ. μαρτυρείται από το 1861 στο Γαλλοελληνικόν Λεξικόν τών Μ. Γ. Σχινά και Ι. Ν. Λεβαδέως] … Dictionary of Greek
γνωσιολογία — Ο κλάδος της φιλοσοφίας που εξετάζει και επαληθεύει τους όρους της εγκυρότητας της γνώσης, τα όρια μέσα στα οποία πραγματοποιείται, τη φύση των σχέσεων μεταξύ της σκέψης και του αντικειμένου καθώς και μεταξύ της σκέψης και της αλήθειας. Τον όρο… … Dictionary of Greek
νους — ο (ΑΜ νοῡς, Α και ασυναίρ. τ. νόος) 1. η ικανότητα τού νοείν, σε αντιδιαστολή προς το αισθάνεσθαι, η δύναμη που χαρακτηρίζει τον άνθρωπο να σκέφτεται λογικά, το σύνολο τών λειτουργιών τού ανθρώπινου εγκεφάλου, νόηση, διάνοια («τυφλὸς τὰ τ ὦτα τόν … Dictionary of Greek